περικυκλώνω — περικυκλώνω, περικύκλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περικυκλώνω — περικύκλωσα, περικυκλώθηκα, περικυκλωμένος, κλείνω κάτι από παντού, κυκλώνω: Περικυκλώθηκε ένα τάγμα των εχθρών στη μάχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. θέτω, τοποθετώ κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι άλλο 2. περικλείω, περικυκλώνω, ζώνω 3. καλύπτω, σκεπάζω κάτι ολόγυρα, επικαλύπτω, περικαλύπτω (α. «μέ περιβάλλει βαθύ σκοτάδι» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει σκότος», Ευρ.) 4. ντύνω, ενδύω… … Dictionary of Greek
περικυκλώ — (I) έω, ΜΑ [κυκλώ, έω] μσν. 1. περιβάλλω από όλες τις πλευρές, περικυκλώνω 2. περιβάλλω με τους βραχίονες, αγκαλιάζω αρχ. 1. κινώ κυκλικά, ολόγυρα, περιστρέφω 2. παθ. περικυκλοῡμαι, έομαι κυμαίνομαι. (II) όω, ΜΑ βλ. περικυκλώνω … Dictionary of Greek
περιλαμβάνω — ΝΜΑ και περίλαβαίνω Ν [λαμβάνω] νεοελλ. 1. (για κείμενα) περιέχω, διαλαμβάνω, πραγματεύομαι («το νέο βιβλίο περιλαμβάνει την ιστορία τής Τουρκοκρατίας») 2. χωράω, μπορώ να χωρέσω («η νέα αίθουσα μπορεί να περιλάβει 3.000 άτομα) 3. μτφ. επιπλήττω… … Dictionary of Greek
συγκυκλούμαι — όομαι, Α περικυκλώνω κάτι εντελώς, περικλείω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κυκλῶ / ώνω «περιβάλλω, περικυκλώνω» (< κύκλος)] … Dictionary of Greek
άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… … Dictionary of Greek
αμφέρχομαι — ἀμφέρχομαι (Α) (στον Όμηρο μόνο σε τύπο αορίστου β ἀμφήλυθε) έρχομαι από ολόγυρα, περιτριγυρίζω, περιζώνω, περικυκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἔρχομαι] … Dictionary of Greek
αμφιέπω — ἀμφιέπω και ἀμφέπω (Α) 1. περιβάλλω, περικυκλώνω 2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω 3. πιέζω δυνατά 4. ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω 5. παρασκευάζω, ετοιμάζω 6. απονέμω τιμή ή σεβασμό 7. φρουρώ, φυλάσσω, προφυλάσσω 8. συχνάζω 9. περιποιούμαι,… … Dictionary of Greek
αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… … Dictionary of Greek